ὑποδεέστερος

ὑποδεέστερος
ὑποδεής
somewhat deficient
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποδεέστερος — η, ο / ὑποδεέστερος, έρα, ον, ΝΜΑ 1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.) αρχ. μικρότερος, νεώτερος («ἡ… …   Dictionary of Greek

  • υποδεέστερος — η, ο επίρρ. α ο κατώτερος κάποιου σε σειρά, αξία ή ποιότητα: Θεατρικό έργο υποδεέστερο από άλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • απόπλυμα — το (AM ἀπόπλυμα) το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο νεοελλ. (για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός αρχ. νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • ενδεής — ές (AM ἐνδεής, ές) εκείνος που τού λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής γένος κολεόπτερων εντόμων αρχ. μσν. 1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτι («ἐνδεής τίνος» …   Dictionary of Greek

  • επιδεής — ἐπιδεής, ές (AM) [επιδέω ΙΙ] ελλιπής αρχ. κατώτερος, υποδεέστερος …   Dictionary of Greek

  • ιπποκρατώ — ἱπποκρατῶ, έω (Α) υπερισχύω, είμαι υπέρτερος κατά το ιππικό, νικώ σε ιππομαχία 2. παθ. ἱπποκρατοῡμαι, έομαι α) είμαι υποδεέστερος κατά το ιππικό β) είμαι υπό την εξουσία ιππικής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατῶ (< κράτης < κράτος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”